- δασύτητας
- δασύτηςroughnessfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… … Dictionary of Greek
είρω — (I) εἴρω (Α) 1. συναρμολογώ, συναρμόζω 2. παρεμβάλλω, εμπλέκω 3. (για λόγο) συνδέω 4. φρ. «εἰρομένη λέξις» χαλαρό ύφος τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστώτα (με επίθημα * ye / yo ) που σχηματίζεται από την απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *ser… … Dictionary of Greek
φρουρός — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρωρός και προυρός Α 1. στρατιώτης που αποτελεί μέλος φρουράς (α. «οι φρουροί τών συνόρων» β. «φρουροί τε καὶ φύλακες», Πλάτ.) 2. (γενικά) αυτός που έχει επιφορτισθεί με τη φύλαξη, την ασφάλεια και την προάσπιση κάποιου,… … Dictionary of Greek
όλπη — ὄλπη και ὄλπις, ιος και ιδος, και δωρ. τ., ὄλπα, ἡ (Α) 1. δοχείο λαδιού, συνήθως από δέρμα, για χρήση από τους αθλητές στην παλαίστρα 2. η λήκυθος τών κυνικών φιλοσόφων 3. λαγήνι, κανάτι κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄλπη ανάγεται στην ετεροιωμένη… … Dictionary of Greek
άμαθος — (I) η, ο 1. αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε κάτι, αδίδαχτος, αμόρφωτος, 2. αγράμματος, απαίδευτος 3. αγροίκος, ανόητος, αγενής 4. αυτός που δεν είναι εξοικειωμένος, συνηθισμένος σε κάτι, άπειρος, αδαής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θ. μαθ τού ρ.… … Dictionary of Greek
άσμενος — ἄσμενος, η, ον (Α) 1.1. πάρα πολύ ευχαριστημένος, περιχαρής 2. (με επιρρ. σημ.) ευχαρίστως, με μεγάλη χαρά II. επίρρ. ἀσμένως ευχαρίστως, με πολλή χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φέρει το ινδοευρ. επίθημα meno , το οποίο χαρακτηρίζει στην Ελληνική τις… … Dictionary of Greek
ίπνον — ἴπνον, το (Α) βοτ. το φυτό ψευδιππουρίς η κοινή. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρά την έλλειψη δασύτητας θεωρείται συγγενές με το ἵππος] … Dictionary of Greek
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
αζωθαιμία — Με τον όρο αυτό εννοούμε την αύξηση της ουρίας στο αίμα (και γενικότερα του αζώτου) σε επίπεδα πάνω από το φυσιολογικό, χωρίς όμως ο ασθενής να εκδηλώνει συμπτώματα. Όσο προχωρεί η βλάβη των νεφρών, τόσο αυξάνεται η ουρία του αίματος. Από ένα… … Dictionary of Greek
αμώ — (I) ἀμῶ ( άω) (Α) 1. (για τα γεννήματα) θερίζω, δρέπω, κόβω 2. (ενεργητικό και μέσο) κόβω 3. αποκομίζω, κερδίζω, απολαύω 4. κατασφάζω σε μάχη, «θερίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα *∂2em (πρβλ. αρχ. γερμ. māen, αγγλοσαξ. māwan). Στον Όμηρο απαντούν… … Dictionary of Greek